φαν

φαν
    φάν
    (= ἔφαν)
    1) эп. (= ἔφασαν) 3 л. pl. impf. к φημί
    2) part. n к φημί

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φαν" в других словарях:

  • φᾶν — φημί Spir. Prooem. imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάν — φημί Spir. Prooem. pres part act neut nom/voc/acc sg φημί Spir. Prooem. imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νόλι, Φαν — (Θεοφάνης Μαυραμμάτης, 1882 –). Αλβανός πολιτικός και επίσκοπος. Όταν τελείωσε το γυμνάσιο της Ανδριανούπολης, γράφτηκε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και, αργότερα, αφού άσκησε διάφορα επαγγέλματα πήγε στην Αίγυπτο, όπου… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β …   Dictionary of Greek

  • διφᾶν — δῑφᾶν , διφάω search after pres part act masc voc sg (doric aeolic) δῑφᾶν , διφάω search after pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) δῑφᾶν , διφάω search after pres part act masc nom sg (doric aeolic) δῑφᾶ̱ν , διφάω search after… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηροφανής — θηροφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται σαν θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + φανής (θ. φαν , πρβλ. φαν ός, ε φάν ην), πρβλ. εμ φανής, πασι φανής] …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • -ιστός — (ΑΜ ιστός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τος τών ρηματικών επιθ. (πρβλ. αγαπη τός < αγαπώ, λυ τός < λύω) από το θ. σε ισ τού αορ. πολλών ρημάτων (συνήθως σε ίζω), πρβλ. αρχ. κυλίνδω «κυλῶ», αόρ. ἑκύλ ισ α > κυλ ισ τός, νεοελλ. γεμ ίζω,… …   Dictionary of Greek

  • αμφαδόν — ἀμφαδὸν και ἀμφανδὸν και ἀμφάδην και ἀμφαδίην επίρρ. (Α) δημόσια, ανοιχτά, φανερά, ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρμ. τύποι που σχηματίστηκαν από τα θέματα φᾰ και φαν τού ρ. φαίνω. Ο τ. ἀμφαδὸν < ἀναφαδὸν < ἀνά + θ. φᾰ , φαίνω + δόν. Ο τ. ἀμφανδὸν… …   Dictionary of Greek

  • ημεροφανής — ἡμεροφανής, ές (Α) ορατός κατά τη διάρκεια τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φανής (< θ. φαν πρβλ. ε φάν ην, παθ. αόρ. τού φαίνω), πρβλ. επι φανής, πασι φανής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»